καταδιώξει

καταδιώξει
καταδιώκω
follow hard upon
aor subj act 3rd sg (epic)
καταδιώκω
follow hard upon
fut ind mid 2nd sg
καταδιώκω
follow hard upon
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • погънати — (72), ПОЖЕН|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Устремиться, помчаться: тъ самъ ˫ако ѡного кръве жѧжѧ и аще затворенъ ѥсть прп(д)бныи. пропостою [в др. сп. скоростию] погна самомѹ раны видѣти. (εἰσήλασεν) ЖФСт к. XII, 129; и се видѣ цр҃квь ѹ ѡблака сѹщꙊ. и въ ѹжасти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βαρβάτος — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από τη Θράκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’. Πήρε μέρος στην εκστρατεία στην Καρχηδόνα εναντίον των Βανδάλων, ως αρχηγός ισχυρού σώματος ιππικού. Στη μάχη του Τρικάμαρου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Γάλβας — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γ. Μάξιμος, Πόπλιος Σουλπίκιος (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ύπατος της Ρώμης (211 π.Χ.), εργάστηκε για την άμυνα της Ρώμης εναντίον του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… …   Dictionary of Greek

  • Δήλεσι — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 5 μ., 3.176 κάτ.) στην πρώην επαρχία Θήβας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στην ακτή του νότιου Ευβοϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινοφύτων. Το Δ. έγινε γνωστό εξαιτίας της σφαγής τριών Άγγλων και ενός Ιταλού… …   Dictionary of Greek

  • Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Κοζώνης, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από την Κρήτη. Στην πατρίδα του πολέμησε έως το 1824 και μετά την επιδρομή των Αιγυπτίων εναντίον της Κρήτης εγκατέλειψε τη μεγαλόνησο και μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε σε πλήθος επιχειρήσεων. Επί Καποδίστρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”